Το περιβάλλον μας είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να το αφήσουμε στους επαγγελματίες οικολόγους.
Μην κάθεστε μπροστά απο ταύρο,πίσω απο μουλάρι δίπλα σε βλάκες...Είναι επικίνδυνο.!!!
Τρίτη 31 Μαΐου 2011
Πέρδικες στη Σύρα
Δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1939 στην εφημερίδα «Πρωία»:
*
«-- Πες μας, κυρ Νικολή, πώς σκότωσες με μια τουφεκιά ένα λαγό, μια πέρδικα κι' ένα σκάρο!
-- Πενήντα χρόνια κυνηγάω τις πέρδικες στη Σύρα... τις ξαίρω όλες. Είμαι ο ονομαστός άρχων Νικολής ο περδικάς. Ημουνα ο κυριάρχης του νησιού στις πέρδικες. Ποτές δε μου έτυχε τέτοιο πράμα: να σκοτώσω με μια τουφεκιά ένα ζώο, ένα πουλί κι' ένα ψάρι. Κι εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ' αφού έγινε: Να τ' αφήσω να χαθεί;
-- Πολύ σωστά, φωνάζουν όλοι.
-- Το λοιπόν, που λέτε βρε παιδιά, είχα βγει μαζί με τον υπηρέτη μου το Γιάννη. Ανέβαινα μια πλαγιά. Αξαφνα ακούω έναν κότσο (αρσενικιά πέρδικα) να γελαηδά.
-- Για σημάδεψε το μέρος κι όταν γυρίσουμε τον σκοτώνω.
Στο γυρισμό ξαναλέω του μικρού:
-- Ανθρωποι είμαστε, μπορεί να μην τον πετύχω. Συ να βλέπεις προς πού θα λακήξει: κατά τις φρασκομηλιές ή κατά τα θυμάρια. Κι εγώ ξαίρω κατόπι. Δε θα μου γλυτώσει.
Η πλαγιά ήτανε απότομη κι έπεφτε ίσα στη θάλασσα. Είδα το κεφάλι της πέρδικας μέσα από τα χόρτα. Σημαδεύω. Αδειάζω το όπλο. Το πουλί κατρακύλισε.
-- Πήγαινε πάρ' το, λέγω του μικρού.
Ο μικρός έψαξε εκεί που του είπα και σηκώνει ένα... λαγό.
-- Λαγό σκότωσες, αφεντικό;
-- Οχι, του λέω! Για ψάξε πιο πέρα. Οχι δίπλα. Πιο δεξιά. Να εκεί...
Ο μικρός έψαξε και βρήκε την πέρδικα. Δεν είχα ακόμα συνέρθει κι' ακούω κάτου από τη θάλασσα ένα παιδί, που ψάρευε με το καλάμι: πέρκες, γύλους, σπάρους και κανάκια.
-- Αϊ, μπάρμπα! Τι είνε αυτό που τσαλαβουτά και σπαράζει μέσα στο νερό;
Στέλνω το μικρό να ιδή. Οταν έφθασε, άρχισε να μου φωνάζη από κάτω:
-- Ενα πράμα με κόκκινες και πράσινες βούλλες σπαράζει μέσα στο νερό. Θα 'νε καμμιά άλλη πέρδικα, που θα χτύπησες.
-- Βρε για πέσε μέσα και πιάστο να ιδούμε.
Το παιδί γδύθηκε, έπεσε στη θάλασσα κι έβγαλε ένα σκάρο (ο σκάρος είναι η μπεκάτσα της θάλασσας) τόσον δα, με συμπάθειο... Κι' εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ' αφού έγινε; Να μην το πω;
Κι' η "χορωδία" άρχισε όρθια: "Τα πουλιά που πετούν στον αέρα δεν τα πιάνει κανένας καιρός...".
Ενας άγνωστος σηκώθηκε και πήγε κι' έσφιξε το χέρι του κυρ Νικολή:
-- Σε συγχαίρω, συνάδελφε.
-- Τι! Είστε και του λόγου σας κυνηγός;
-- Οχι! Ψεύτης».
Κατηγορία
Αναμνήσεις
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου