Μην κάθεστε μπροστά απο ταύρο,πίσω απο μουλάρι δίπλα σε βλάκες...Είναι επικίνδυνο.!!!

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Αναμνήσεις... του κ.Βασίλη από την Άνδρο (Μέρος Πέμπτο) !!!


ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ...Κυνήγι πάπιας στο νιοχώρι..

Είναι Γενάρης του 1965. έχουμε κανονίσει να πάμε για παπιά στο Μεσολόγγι στο νεοχώρι.. Εκεί δεν χρειαζόμαστε βαρκάρη, γιατί κάναμε καρτέρι στην ακρολιμνιά στα καλάμια.. Σκύλους δεν παίρναμε μαζί, γιατί κανενός δεν βουτούσε στα νερά, ούτε και είχε εκπαιδευτεί για βάλτο. Όλα ήταν περδικόσκυλα.. Συνήθως όταν φεύγαμε για παπιά ξεκινούσαμε πιο νωρίς για να έχουμε χρόνο να στήσουμε κάτι ψεύτικα παπάκια που κουβαλούσε μαζί του ΄Βουζουναράς. Μη φανταστείτε τίποτα σπουδαία από αυτά που βλέπετε στις ταινίες. Τα είχε αγοράσει από παιχνιδομάγαζο. Κάτι μικρά κίτρινα από αυτά που παίζουν τα μωρά στη μπανιέρα και τα είχε βάψει πρασινοκέφαλα. Όμως λόγω που ήταν κακός ζωγράφος, τα παπιά ήταν ακαθορίστου ράτσας ,και οικογένειας. Είχαν αρχίσει να ξεβάφουν από το μούλιασμα και όταν τα έβλεπαν οι άγριες λυνόντουσαν στα γέλια.. Μη έχοντας άλλη λύση αισιοδοξούσαμε ότι μπορεί να προσελκύσουν τις άγριες. Στην παρέα καμιά φορά ερχόταν ένας καπετάνιος όταν ήταν ξέμπαρκος. Αυτός είχε φέρει από την Ιταλία κάτι ομοιώματα λαστιχένια που όταν έπεφταν στο νερό από μια βαλβίδα που είχαν ρουφούσαν το νερό γέμιζαν μέχρι ένα σημείο και επέπλεαν. Από κάτω είχαν μια πετονιά και στην άκρη ένα μολύβι ψαρέματος. Όταν τα έβγαζες, άδειαζε μόνο του το νερό από τη βαλβίδα και γινόταν πλακέ, ήταν δε ίδια πρασινοκέφαλα.. Λόγω του όγκου τους δεν έπιαναν χώρο και ήταν πολύ βολικά. Αυτά τα παπιά τα άφησε του Βουζουναρά μέχρι να ξανά-γυρίσει από το μπάρκο. Χαρούμενοι που θα έχουμε πραγματικά ομοιώματα κάναμε όνειρα. Το Νεοχώρι τότε ( δεν ξέρω σήμερα ) ήταν όλο χώμα. Η λάσπη το χειμώνα, ήταν 10 πόντους. μόνιμα. Πάντα όταν φτάναμε ξυπνάγαμε τον καφετζή και μας έφτιαχνε καφέ και τσάι. Άλλοι κοπανάγανε και κάνα ρακί.. Αφήναμε το πούλμαν στην πλατεία και με τα πόδια πηγαίναμε στην ακρολιμνιά που είχε καλαμιώνα και κάναμε καρτέρι . Έτσι και αυτή τη φορά ετοιμαστήκαμε, πήραμε τα πράγματα μας και χωρίς να ανάψουμε φακό, γιατί είχε μια πανσέληνο που έκανε τη νύχτα μέρα, πήγαμε στην παραλία. Ρίξαμε τα ομοιώματα στο νερό και ως δια μαγείας, φούσκωσαν. Μεγάλη χαρά και προπαντός μεγάλη ελπίδα. Τραβηχτήκαμε πιο μέσα από την παραλία και αράξαμε στα καλάμια σε απόσταση περίπου 30 μέτρα ο ένας από τον άλλο, περιμένοντας να ξημερώσει. Κάποια στιγμή ακούσαμε ένα πλατς-πλούτς στην ακρολιμνιά. Ερχόταν ένας προς το μέρος μας. Ακούστηκε μια τουφεκιά και μετά ησυχία. Μετά βιαστικά πλατς-πλουτς μέχρι που απομακρύνθηκε. Εμείς κοιτούσαμε το ουρανό μήπως πέρασε κανένα παπί και αναρωτιόμαστε τι στο καλό βάρεσε μέσα στη νύχτα. Ξημέρωσε ο θεός τη μέρα, βγήκε ήλιος, παπί πουθενά στον ορίζοντα , λιαστήκαμε κανονικά και κατά τις δέκα , ξέροντας την τύχη μας, είπαμε να φύγουμε να πάμε για μπεκατσίνια. Φτάνοντας στην παραλία τα ομοιώματα έλειπαν. Ο Βουζουναράς έχασε το χρώμα του. Τώρα τι θα κάνουμε. Όμως τα ομοιώματα ήταν εκεί, αλλά ήταν στον πάτο. Αυτός που πέρασε τα νόμισε για αληθινά μέσα στη νύχτα και τα τουφέκισε. Ναι αλλά ποιος ήταν αυτός ; Μόνο εμείς είμαστε σε αυτό το σημείο. Ήταν έτοιμος να κλάψει. Τι θα λέγαμε στον καπετάνιο και που θα τα βρίσκαμε να τα αγοράσουμε; Άρχισε να με τρωει μήπως τα τουφέκισα εγώ. - Βρε καλέ μου μαζί τα στήσαμε, να και το όπλο είναι καθαρό. Δεν έχω κάνει μπάμ. Τίποτα. Στεναχωρήθηκα που δεν μα πίστευε. Φύγαμε και γυρίζαμε στο πούλμαν με κατεβασμένα μούτρα. Στο δρόμο με μουρμούραγε. Το μέρος εκεί ήταν κάμπος. Υπήρχαν και δυο λοφάκια με καλαμιές και λίγο βούρκο από τη μια μεριά. Ξέκοψα και τράβηξα για τον αριστερό. Πετούσα πέτρες μέσα στα καλάμια, όταν ξαφνικά πετάχτηκε μια αλεπού. Μια τουφεκιά, ξερή η αλεπού. Είναι δυνατόν. Με οκτάρια σκάγια ; πήγα κοντά με προσοχή γιατί θυμήθηκα τα λόγια του θείου από το χωριό. Ότι άμα την πετύχεις, πολλές φορές κάνει την ψόφια και ή θα σε δαγκώσει ή θα στο σκάσει, αν έχει κουράγιο. Για κάθε σιγουριά έφαγε άλλη μια στο κεφάλι. Έβγαλα μια σακούλα που είχα μέσα το κολατσιό μου και τύλιξα το κεφάλι που είχε διαλυθεί. Την έκοψα στην πλάτη και τράβηξα για το πούλμαν. Την πήρε ο οδηγός και την κρέμασε με ένα σκοινί από τους υαλοκαθαριστήρες, λες και ήτανε λιοντάρι. Καθόμαστε μερικοί γύρω από το πούλμαν και συζητούσαμε περιμένοντας και τους άλλους. Ξέραμε ότι θα μαζεύονταν γρήγορα αφού η μέρα δεν βοηθούσε. Ξαφνικά στην πλατεία παρουσιάστηκε ένας γάμος. Μπροστά ο γαμπρός με τη νύφη, πίσω δυο πιτσιρίκια που βαστούσαν το πέπλο και πιο πίσω το κάλεσμα. Καμιά πενηνταριά νοματαίοι. Μόλις είδαν την κρεμασμένη αλεπού παράτησαν τους νεόνυμφους και μαζεύτηκαν γύρω από το πούλμαν. Τα πιτσιρίκια παράτησαν το πέπλο να σέρνεται στη λάσπη και κόλλησαν με τους άλλους. Το ζευγάρι δεν είχε καταλάβει ότι περπατάει μόνο του και συνέχιζε. Κάποια στιγμή σταμάτησαν όταν το πέπλο βάρυνε από την λάσπη. Όλοι ρωτούσαν ποιος σκότωσε την αλεπού. Τους έδειξαν εμένα. Μερικοί με αγκάλιασαν και μου είπαν ότι τους έσωσα από μεγάλες ζημιές που τους έκανε. Σε χρόνο ρεκόρ το αυτοκίνητο γέμισε με κρασί, ψωμιά ζυμωτά, αβγά και δυο κότες ζωντανές. Το ζευγάρι περίμενε υπομονετικά μέσα στη λάσπη. Τους ευχαρίστησα και ευγενικά τους έδωσα πίσω τις κότες. Τα άλλα πεσκέσια τα μοιραστήκαμε όλοι μαζί και το κρασί (μια μαυρούκα στυφή ) μπήκε στα παγοίρια μας. Αφού ξεκινήσαμε για το γυρισμό, ο Βουζουναράς είπε για το περιστατικό με τις πάπιες και παρακάλεσε όποιος το έκανε να το πει. Τι ήταν να το ακούσει ο Αντρονικίδης. Τον άρχισε στην πλάκα και μέχρι την Αθήνα τον δούλευε. Αυτός ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Δυο φορές στην επιστροφή ήλθε πίσω που καθόμουνα και με ξαναρώτησε. Έβγαλα ξανά τις κάνες από τη θήκη και τις έδωσα να τις δούνε και οι άλλοι. Δεν με πίστευε επειδή δεν είχα πείρα στα παπιά, σαν νέος κυνηγός. Του υποσχέθηκα να τις πληρώσουμε μαζί όσο και αν έκαναν και αποφάσισα να μην ξανά πάω μαζί τους. Παρακάλεσα τον οδηγό να με πάει κοντά στο σπίτι μου, γιατί ντρεπόμουνα να με βλέπει ο κόσμος με την αλεπού στην πλάτη. Την άλλη ημέρα όταν γύρισα από τη δουλειά μου λεει η μάνα μου ότι, σε ζήτησε ο κυρ-Βασίλης. Έφυγα και πήγα στο καθαριστήριο. Εκεί ήταν και ο Αντρονικίδης , αλλά δεν γελούσε. Είχε ομολογήσει ότι αυτός έριξε στις πάπιες, γιατί μες τη νύχτα, τις πέρασε για αληθινές. Ζήτησε συγνώμη και δικαιολογήθηκε ότι ντρεπόταν για την πλάκα που θα του έκαναν οι άλλοι. Προθυμοποιήθηκε να τις πληρώσει, αλλά από ότι έμαθα όταν γύρισε ο καπετάνιος, δεν δέχτηκε. Τέλος καλό, όλα Καλά. Γύρισα όλα τα κυνηγο-μάγαζα. Κανείς δεν ήξερε ότι υπάρχουν τέτοια ομοιώματα. Έγραψα του θείου μου στον Καναδά για να μου βρει ίδιες και αυτός μου έστειλε 6 συμπαγείς πρασινοκέφαλες και δύο κράχτες. Τέτοιες είχε και ο Καλκατζάκος. Ήταν όμως άβολες . Στην αρχή τις κουβαλούσα στο βάλτο μέσα σε ένα τσουβάλι. Αλλά τι να πρώτο-κουβαλήσεις. Γρήγορα βαρέθηκα. Σε λίγα χρόνια απαγορεύτηκαν. Παραμένουν στο πατάρι στο σπίτι τις Αθήνας μαζί με τις ψηλές μπότες. Με τους κράχτες πότε – πότε κάνω πλάκα στις ήμερες στο κτήμα.

ΤΕΛΟΣ

1 σχόλιο:

cazador είπε...

Ολο και καλύτερος.!!!
ΜΠΡΑΒΟ !!!!!