Αναμνήσεις συνέχεια
Κάθε πρώτη του μηνός είχα αγωνία μέχρι να φέρει ο ταχυδρόμος το περιοδικό. Κοιμόμουν και ξυπνούσα από τα όνειρα κυνηγετικών εξορμήσεων, που φυσικά δεν είχα ιδέα πως γίνονται. Ότι διάβαζα, το βράδυ το έβλεπα στον ύπνο μου με εμένα να πρωταγωνιστεί. Στο σπίτι είχα αρχίσει τη γρίνια να μου πάρουν ένα αεροβόλο, αλλά ούτε η μάνα ή ο πατέρας ήθελαν να ακούσουν κουβέντα. Έβαλα και εγώ τα μεγάλα μέσα. Το θείο από την Καλογρέζα. Αυτός είχε ένα γκρα ( με κινητό ουραίο ) μεταποιημένο σε κυνηγετικό. Του είχαν κόψει την κάνη και είχαν κολλήσει μια άλλη χωρίς ραβδώσεις. Έπαιρνε μέσα τους κάλυκες τους δικούς του, που όμως, είχαν τορνάρει τον πάτο και έβαζες καψούλι 5/45.
Κατάφερα τον θείο να μου το πουλήσει και να ψήσει τον πατέρα μου. Με τα πολλά και αφού ο θείος εγγυήθηκε ότι θα με έχει υπό την προστασία του, το όπλο αγοράστηκε έναντι 300 δραχμών. Γέμιζα τους μεταλλικούς κάλυκες και για τάπες έκοβα με σγρόπια,, από χοντρό χαρτόνι. Έβγαζε φοβερές τουφεκιές, αρκεί να σημάδευες καλά, γιατί δεν είχε ρίγα. Μόνο ένα λούκι πίσω και μια τριγωνική ακίδα μπροστά.. καμιά φορά αν δεν εφάρμοζε σφιχτά η επάνω τάπα, άδειαζαν τα σκάγια στην τσέπη μου. Θήκη δεν είχα και για να το μεταφέρω στο τραίνο ή στα λεωφορεία το τύλιγα σε μια μπλε κόλλα από αυτές που ντύνουν τα τετράδια. Όσοι με έβλεπαν στις πέντε το πρωί στο δρόμο ή στα τραίνα με την τσάντα και το όπλο, με ρωτούσαν που πάω και εγώ απαντούσα φυσικά, κυνήγι. Χαμογελούσαν και μου εύχονταν. Άλλα χρόνια τότε. Δεν είχε ανακαλυφθεί η οικολογία. Άδεια φυσικά δεν υπήρχε, άλλα εκείνα τα χρόνια στα μικρά διαμετρήματα υπήρχε μια ανοχή και δεν υπήρχε η οπλοφοβία που υπάρχει σήμερα .Έτσι ποτέ δεν με σταμάτησαν για έλεγχο. Στα 17, ο πατέρας μου, με πήγε σε ένα ράφτη εκεί στην πλατεία της Καλλιθέας και μου έραψε το πρώτο μου κουστούμι. Ένα πράσινο σκούρο με ρίγες. Κάποια στιγμή το κουστούμι λερώθηκε και χρειάστηκε καθαριστήριο. Απέναντι από το ράφτη στην πλατεία ήταν το καθαριστήριο του Βουζουναρά. Εκεί το πήγα για καθάρισμα και αφού είπαμε τα σχετικά και έμαθε ότι είχαμε το ίδιο όνομα, έκανα να φύγω. Όμως το αυτί μου έπιασε κάτι κουβέντες από δυο – τρεις που κάθονταν στις πολυθρόνες. Συζητούσαν για κυνήγι. Τους ρώτησα εάν μπορούσα να κάτσω μαζί τους να άκουω και φυσικά με δέχτηκαν με χαμόγελα. Από τότε το μαγαζί του Βουζουναρά έγινε το μόνιμο στέκι μου. Προπαντός τα σαββατόβραδα μετά τη δουλειά, πρώτα περνούσα από εκεί, να μάθω που θα πάνε και μετά πήγαινα σπίτι μου. Το καλοκαίρι του 64 μου λεει ο κυρ- Βασίλης (έτσι τον έλεγα) ότι μόλις κλείσω τα 18 τον Ιούλιο, να βγάλω άδεια για να με πάρει μαζί του το Σεπτέμβρη για πέρδικες.. αυτό ήταν . Τα χαρτιά ετοιμάστηκαν σε μηδέν χρόνο και αυτός μου έβγαλε την άδεια, μια που ήταν στο συμβούλιο του συλλόγου της Καλλιθέας. Όμως υπήρχε ένα μεγάλο πρόβλημα. Το τουφέκι που είχα δεν έκανε για πέρδικες. Έπρεπε να πάρω κανονικό όπλο. Τώρα. Πως το λένε στους γονείς. Έβαλα πάλι τα μεγάλα μέσα.. Τον κυρ- Βασίλη. Όμως ο πατέρας φοβόταν και ήταν ανένδοτος. Ο Σεπτέμβρης ζύγωνε και ήμουν χωρίς όπλο. Όμως υπήρχε και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Κανείς δεν μου έδινε όπλο με δόσεις, ήθελαν εγγυητή. Μόνο μετρητοίς. Που να βρεθούν οι 3800 δρχ. Τόσο έκανε ένα ισπανικό πλαγιόκαννο. Ούτε το αφεντικό δεχόταν από το φόβο της μάνας μου, αλλά και από συμφέρον. Σου λεει, αν αυτός αρχίσει τα κυνήγια, δεν θα έρχεται τις Κυριακές για δουλειά ( τότε δουλεύαμε και τις Κυριακές). Αφού έχω γυρίσει όλα τα κυνηγο-μάγαζα. Αθηνών και Πειραιώς και κάποια υαλοπωλεία - που τότε στη βιτρίνα τους είχαν ένα-δυο δίκαννα – έχω φαει πόρτα από όλους. Σκέτη απελπισία και ζυγώνει η μέρα αναχώρησης. Το επόμενο Σάββατο φεύγουμε για Αντίκυρα και είμαι χωρίς όπλο. Ξανά για το μαγαζί του Χατζηκουλούκη. Την πρώτη φορά, τον είδα πιο συγκαταβατικό, αλλά η πόρτα – πόρτα. Η μισή ντροπή δική του, που λεει η παροιμία . Αυτή τη φορά στο μαγαζί δεν είναι ο Αργύρης, είναι ο Παναγιώτης. Στην τσέπη έχω 800 δραχμές, μαζεμένες φράγκο-φράγκο, από υπερωρίες και Κυριακές. Μπαίνω μέσα και πριν προλάβει να με ρωτήσει τι θέλω, παίρνω βαθιά ανάσα και του λεω. Θέλω αυτό το δίκαννο, εχω 800 δραχμές για προκαταβολή, δεν έχω εγγυητή, κανένας δεν μου δίνει όπλο, το άλλο Σάββατο φεύγουν να πάνε για πέρδικες και εάν δεν έχω όπλο δεν θα με πάρουν μαζί. Είσαι η τελευταία μου ελπίδα. Αυτός έβαλε τα γέλια , με έκοψε από πάνω μέχρι κάτω και με ρώτησε: ---θα τα πληρώνεις τα γραμμάτια ;
- σου ορκίζομαι, νηστικός θα μείνω, τα γραμμάτια θα πληρωθούν.
Έβγαλε το όπλο και μου το έδωσε. Στην αρχή δεν το πίστευα. Λεω πλάκα μου κάνει. Όταν όμως τον είδα να το βάζει στο κουτί και να φτιάχνει τα γραμμάτια, τότε κόντευε να μου φύγει η καρδιά. Στο γυρισμό για το σπίτι δεν πατούσα στο χώμα. Τώρα πως το βάζουν μέσα ; ευτυχώς το κρεβάτι μου ήταν πίσω από το παράθυρο του δρόμου. Το άνοιξα και το έχωσα κάτω από το κρεβάτι. συνεχίζεται...
5 σχόλια:
Ξεροσταλιαζουμε βρε Σταυρο! Βγαλτην ολη την ιστορια, δεν μπορω να περιμενω. Πολυ καλη, ζωντανη. Νασαι καλα κυρ Βασιλη, μας ταξιδευεις.
χαχαχα...ετσι...ετσι...να σας κραταω σε αγωνια !!! στην πριζα θα σας εχω !!!καθε μερα θα σας βαζω και μια καινουργια !!!Ολα τα λεφτα οι αφηγησεις του κ.Βασίλη !!!
Σταύρο ωραίος ο κυρ Βασίλης,αν θέλεις να του παραχωρήσουμε δικαιώματα να γράφει αποκλειστικά σε μας.χα χα χα
Για κάνε του την πρόταση,για κάθε κειμενό του 1 κουτί gevelot απο μένα οκ;
Είναι όντως απο Ανδρο;;
Ναι μενει μονιμα στην Ανδρο αλλα απ οτι καταλαβα μεγαλωσε στην Αθηνα...θα στον γνωρισω και απο κοντα...θα ερθει Συρο !!!
Εγω, εγω; Θελω κι εγωωωωω....
Δημοσίευση σχολίου