Μην κάθεστε μπροστά απο ταύρο,πίσω απο μουλάρι δίπλα σε βλάκες...Είναι επικίνδυνο.!!!

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Αναμνήσεις – Καρπενήσι – Χριστούγεννα 1973


Υπάρχει μια σίγουρη συνταγή για να γλιτώσετε τη γκρίνια της γυναίκας σας όταν φεύγετε για κυνήγι. Να κάνετε τον αδελφό της κυνηγό και να τον παίρνετε μαζί.. Εγώ με αυτό το κόλπο και τα ταξίδια μου έκανα τον Αύγουστο για τρυγόνια και τις Κυριακές την κοπάναγα.. Αν δεν έχει την πατήσατε.
Τα Χριστούγεννα του 1973 προς 74 μας κάλεσαν κάτι φίλοι στο Καρπενήσι. Η γυναίκα μου ήταν έγκυος στο πρώτο μας παιδί και ο γιατρός της μουρμούραγε να μην κάνει το ταξίδι.. Εμείς τον διαβεβαιώσαμε ότι θα προσέχουμε, αλλά άμα του είπαμε ότι το αυτοκίνητο που έχουμε ήταν μάρκας βάτμπουργκ κούναγε το κεφάλι του. Η αλήθεια είναι ότι κάπνιζε πιο πολύ και από καμινάδα της Μεγαλόπολης, αλλά το καημένο πάντα χάλαγε όταν γυρίζαμε από ταξίδι. Έμπαζε και από τις πόρτες, γι’ αυτό συνήθως εάν περνούσαμε από χωματόδρομο, παίρναμε το χρώμα του χώματος.. Όταν δε πηγαίναμε στην Κλειτορία, πριν στρωθεί άσφαλτος ο δρόμος των Καλαβρύτων που ήταν κοκκινόχωμα, γινόμαστε σαν ινδιάνοι.. Πάντως είχαμε κάνει του κόσμου τα χιλιόμετρα, αλλά το πουλήσαμε όταν μας έφυγε η ρόδα , στη διασταύρωση της Λαμίας, γυρνώντας από κυνήγι.
Προπαραμονή μεσημέρι φορτώσαμε με τον κουνιάδο την έγκυο και την αρραβωνιαστικιά του, πήραμε όπλα και φυσίγγια και δρόμο για Καρπενήσι. Είχαμε και πληροφορία ότι έχει γερακότσιχλες και κάναμε όνειρα.. Σκύλο δεν πήραμε μαζί γιατί θα μέναμε σε ξενοδοχείο. Την παραμονή μετά το πρωινό πήραμε τα όπλα και αφού μας έδωσαν διαταγή να μην αργήσουμε, βγήκαμε λίγο πιο έξω από την πόλη, στην αριστερή μεριά όπως ερχόμαστε από Αθήνα. Το λεω αυτό γιατί παρακάτω θα δείτε τι έγινε. Το μέρος εκεί είχε δέντρα, πυκνούρες, βάτους και γενικά από όλα τα καλά. Είχε όμως και γερακότσιχλες και μάλιστα πολλές. Ανοιχτήκαμε στα γρήγορα και πιάσαμε καρτέρια. Όμως γαμώτο, μια έβρισκα, δυο έχανα. Ο κουνιάδος μου δεν έχανε καμία. Μου την έδινε κιόλας, γιατί μου έκανε και πλάκα, το στραβάδι. Το μεσημέρι γυρίσαμε , φάγαμε στα γρήγορα και ξανά δρόμο. Είχαμε και κάτι μουρμούρες από την μνηστή, Ήθελε μεσημεριάτικο χουζούρι, αλλά ποιος την άκουγε. Την καλμάρισε βέβαια η αρμαθιά με τα πουλιά και η γυναίκα μου και το σκάσαμε. Το απόγευμα πάλι τα ίδια.. Τι στο καλό μάτι έχω; Στο μεταξύ ψάχνοντας να βρω τα σκοτωμένα περνούσαν από πάνω ατουφέκιστες. Διπλό το κακό. Πάντως οι πουλιάστρες είχαν γεμίσει, αλλά εγώ σκεφτόμουν τα χαμένα. Μετάνιωσα που δεν πήρα το σκυλί μαζί.
Λες και είχα χώρο να το βάλω. Το σκεφτόμουν περισσότερο για παρηγοριά. Την άλλη ημέρα πρωί-πρωί με βιαστικό πρωινό, μουρμούρα από τη μνηστή και εντολή να γυρίσουμε γρήγορα την κοπανήσαμε. Είχαν και ένα δίκιο γιατί το μεσημέρι λόγω γιορτής, θα τρώγαμε στο σπίτι των φίλων, με γονείς, σόγια κλπ. Άμα όμως ακούς τις τσίχλες , τσικ-τσικ-τσικ, ξεχνάς και γιορτές και γυναίκες.. Σήμερα ήμουν πιο τυχερός άλλαξα πόστο και πήγα σε ένα πιο καθαρό. Ευτυχώς δεν έχασα καμιά. Έκανα το σταυρό μου. Θες να άλλαξε η τύχη μου. Φυσικά γυρίσαμε λίγο!!! καθυστερημένα.
Φάγαμε κατσάδα και με την ψυχή στο στόμα, ανεβήκαμε δεν ξέρω και εγώ πόσα σκαλιά, με την έγκυο να ξεφυσά, τη μνηστή να γκρινιάζει και τους φίλους να κοιτούν τα ρολόγια τους. Τι φταίγαμε εμείς που δεν πήγαινε το αυτοκίνητο κοντά στο σπίτι. Η ώρα πέρασε ευχάριστα, είναι μια καλή ώρα , να πηγαίνουμε να ξαπλώσει και λίγο η έγκυος. Στο ξενοδοχείο η μνηστή έθεσε βέτο. Τέρμα το κυνήγι. Έχει χουζούρι. Εντάξει εσείς. Εγώ;
Πήρα τα σύνεργα μου και την κοπάνησα. Σε λίγο θα νύχτωνε. Ίσα που προλάβαινα να ρίξω καμιά τουφεκιά.. Δεν πήγα όμως στο ίδιο μέρος πήγα απέναντι.
-Θα κάνω μια παρένθεση να σας πω ότι έχω ένα χούι. Όπου μπλέξιμο και μέσα. Πάω κυνήγι, φεύγω μια χαρά και γυρίζω με σκισμένο παντελόνι γεμάτος γραντζουνιές και με αγκάθια στα πόδια . Όπου δύσβατο εγώ μέσα..-
Έτσι και τώρα. Η απέναντι πλευρά ήταν μια μεγάλη έκταση τελείως ανοικτή, λίγο ανηφορική, σπαρμένη γεμάτη πέτρες, αλλά πολλές πέτρες, λες και ήταν από νταμάρι, που κατέληγε στο δάσος με τα έλατα. Που και που είχε κάποιο δεντράκι. – σε αυτό το μέρος μετά από μια δεκαετία που ξανά-πήγα, για να πάρω πέρδικες από το εκτροφείο, είχαν χτιστεί σπίτια.-
Παραπατώντας και με σκουντούφλες τραβούσα για τα έλατα. Όμως ένας με ένα γκέγκικο έψαχνε λαγό και για να μη τον ενοχλήσω σταμάτησα. Έκανα να γυρίσω πίσω, όταν είδα να ανεβαίνει από τον κάμπο ένα μαύρο σύννεφο. Τι είναι αυτό ;
Χιλιάδες γερακότσιλες έρχονταν προς τα έλατα. Είχα ξανά-δει άλλη μια φορά στην Εύβοια τόσα πολλά πουλιά, αλλά ψαρόνια. Γερακότσιχλες ποτέ και ούτε είχα ακούσει. Περνούσαν από πάνω μου σε μια απόσταση οριακή, με ένα θρόισμα, όπως κάνουν τα δέντρα όταν φυσάει. Ανατρίχιασα. Άρχισα να ρίχνω στο σωρό χωρίς να σκοπεύω. Γέμιζα και έριχνα. Με είχε πιάσει αμόκ. Ούτε καταλάβαινα τι έκανα. Πουλιά έπεφταν δεξιά και αριστερά. Τα 52 φυσίγγια που είχε το γιλέκο, τελείωσαν σε λίγα λεπτά. Τότε μόνο κατάλαβα τι είχα κάνει και προσπάθησα να βρω κανένα πουλί. Όμως έτσι όπως ήταν οι πέτρες , η μια πάνω στην άλλη, άφηναν κενά και τα πουλιά έπεφταν μέσα στις τρύπες. Δεν βρήκα ούτε μια. Στο μεταξύ είχε σουρουπώσει. Έκατσα σε μια πέτρα και από την τσαντίλα μου, έβαλα τα κλάματα.
Την άλλη μέρα το πρωί τα μαζέψαμε και δρόμο για την βάση μας. Βάλαμε τα πουλιά σε μια κούτα και μετρώντας τις, ήταν 107. Τα 2/3 σχεδόν τα είχε κάνει ο κουνιάδος μου. Σκεφτόμουν, πόσες άραγε να είχα χάσει; Σίγουρα ήταν πολλές.
Στο σπίτι είχαμε άλλο πρόβλημα. Ποιος θα τις μαδήσει. Ούτε η μάνα ούτε η πεθερά είχαν διάθεση. Οι γυναίκες μας, κοιτούσαν τα άστρα και από πάνω μας έκαναν και παρατήρηση. Γιατί να σκοτώσουμε τόσες πολλές; Τώρα τι κάνουμε; Βρέθηκε η λύση. Πάρτε μανάδες από μια ντουζίνα και κάντε καλά.. Οι υπόλοιπες πήγαν στην ταβέρνα..
Στου Μακρυγιάννη δίπλα στη χωροφυλακή, ήταν μια ταβέρνα που πολλές φορές, επειδή ήταν κοντά στο εργαστήριο μας, πηγαίναμε και πίναμε κανένα μισόκιλο. Είχε και κάτι κιθαρίστες που έπαιζαν καντάδες. Εκεί πήγα και βρήκα τον ταβερνιάρη. – είσαι; του λεω. Μισά-μισά. Θα μας τις φτιάξεις, θα πάρεις τις μισές. και θα χρεώσεις τα ψηστικά. Άλλο που δεν ήθελε. Οι τσίχλες έγιναν κοκκινιστές, μαζέψαμε την παρέα, ήπιαμε τα κρασιά μας , ρίξαμε και τα τραγούδια μας και εις άλλα με υγεία.

ΥΓ. εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε όριο κάρπωσης. Γι’ αυτό μη βιασθείτε να μας κατακρίνετε. Όμως ούτε και ξανά – κάναμε αυτά τα νούμερα.
Τέλος

1 σχόλιο:

cazador είπε...

Οπως πάντα συναρπαστικός ο κυρ Βασίλης!!!Συγχαρητήρια.!!!