Μην κάθεστε μπροστά απο ταύρο,πίσω απο μουλάρι δίπλα σε βλάκες...Είναι επικίνδυνο.!!!

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Αναμνήσεις... του κ.Βασίλη από την Άνδρο (Μέρος Έκτο) !!!



Αναμνήσεις για παπιά στο λούρο –στρογγυλή.

Δυο τρεις φορές το χρόνο από το Γενάρη και μετά από τηλεφώνημα του βαρκάρη, πηγαίναμε στο Λούρο. Στη στρογγυλή. Εκεί σήμερα έχουν κάνει περιβαλλοντικό κέντρο. Παίρνουν επισκέπτες συνήθως νέους και τους πάνε βόλτα μέσα στο βάλτο. Ξεκινούσαμε περίπου έξη το απόγευμα του Σαββάτου και γυρίζαμε Δευτέρα ξημερώματα. Κάναμε περίπου επτά ώρες να φτάσουμε χώρια η στάση για κανένα σκασμένο λάστιχο, καφέ και κατούρημα. Εκεί λοιπόν έπρεπε να φτάσουμε γύρω στις τρεις τη νύχτα, να πιούμε κανένα ζεστό και να γεμίσουμε το θερμός με άλλο ένα. Ο καφετζής που πάντα ήταν ειδοποιημένος, όπως και ο βαρκάρης, μας περίμεναν. Για εμένα ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα. Όμως αυτή τη φορά είχε χαλάσει η μηχανή και ο βαρκάρης θα μας πήγαινε πιο κοντά από εκεί που τους πήγαινε συνήθως. Ανά τρεις-τρεις μας έβαλε σε ένα μικρό πριάρι και με το κοντάρι μέσα από τους καλαμιώνες μετά από ώρα, που εμένα μου φάνηκε αιώνας, μας έβγαλε σε μια άκρη με κοντό καλάμι. Όταν βγήκα από το πριάρι πήρα βαθιά ανάσα και σκέφτηκα. Αφού δεν πνιγήκαμε σήμερα δεν θα πνίγουμε ποτέ. Με είχαν βάλει ξάπλα ανάσκελά στον πάτο, σ’ ένα πριάρι που ήταν δεν ήταν τρία μέτρα. Ένας είχε κάτσει μπροστά από το κεφάλι μου , ο άλλος στα πόδια μου και πίσω ο βαρκάρης με το κοντάρι. Ευτυχώς που με άφησαν να ανασαίνω. Όμως και αυτή μου την ανάσα κρατούσα, όταν σιγά-σιγά γύριζα το κεφάλι μου και έβλεπα τη στάθμη του νερού να είναι ίσα με την κουπαστή. Πήραμε τα πράγματα μας και με τη βοήθεια του φακού, που πάντα είχαμε μαζί, χωθήκαμε στα καλάμια. Εδώ να σας πω ότι δεν είμαστε και ότι καλλίτερο από φορτίο. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τα ισοθερμικά και τα ρούχα τα ειδικά για το βάλτο. Αλλά και εάν υπήρχαν, ούτε τα γνωρίζαμε, ούτε να τα αγοράσουμε μπορούσαμε. Μόνο ένας φορούσε φόρμα μέχρι το στήθος και αυτός την είχε φέρει απ’ έξω. Έτσι ότι παλιό, το φορούσαμε στο βάλτο, ντυμένοι σαν ντολμάδες. Η μόνη πολυτέλεια ήταν οι ψηλές μπότες, που έδεναν στη ζώνη, στη μέση. Εκτός αυτού κουβαλούσαμε το γιλέκο που έπαιρνε καμιά πενηνταριά φυσίγγια και άλλα πενήντα το λιγότερο εφεδρεία Γιατί πάντα είχαμε την ελπίδα να πέσουμε σε καλή ημέρα. Μερικοί πιο αισιόδοξοι έπαιρναν πολλά περισσότερα. Βέβαια τις πιο πολλές φορές μαζεύαμε μόνο ήλιο και υγρασία. Το γιλέκο μέσα είχε και ένα θερμός με ζεστό τσάι η καφέ, κολατσιό, τσιγάρα για τις ώρες τις αναμονής, και σε μια νάιλον τσάντα, μια αλλαξιά εσώρουχα και ένα ζευγάρι κάλτσες. Στην περίπτωση που βραχούμε, να έχουμε να αλλάξουμε. μαχαίρι και σκοινί ψιλό αλλά γερό, στην περίπτωση που κάποιος πέσει σε μάτι, να μπορούμε να τον τραβήξουμε. Ίσως σας φανεί αστείο, αλλά εκείνη την ημέρα σώσαμε έναν από άλλη παρέα. Πάντα κρατούσαμε ένα καλάμι ψαρέματος, από αυτά τα σπαστά. Στο πιο χοντρό κομμάτι, στο κάτω μέρος είχαμε στερεώσει δυο ξύλα σε σχήμα σταυρού. Αυτό ήταν το μπαστούνι μας που δοκιμάζαμε το έδαφος όταν περπατούσαμε μέσα στο βάλτο. Το μέρος εκεί είχε πολλά μάτια. και τα καλάμια έπλεκαν από πάνω. Νόμιζες ότι είναι σταθερά και από κάτω ήταν κούφια.. Αυτή η πατέντα σε επόμενη φορά, με έσωσε. Στην άκρη στο καλάμι στο πιο λεπτό σημείο είχαμε στρίψει ένα χοντρό σύρμα σε σχήμα U. Με αυτό πιάναμε από το λαιμό, κανένα παπί που έπεφτε στο νερό. Επίσης χρησίμευε όταν θέλαμε να βρούμε κανένα παπί μέσα στα καλάμια . Καρφώναμε τα δυο κομμάτια και κρεμάγαμε το καπέλο, για να βλέπουμε και να μη χάσουμε το μέρος που είναι τα πράγματα μας. Δίπλα από το καθαριστήριο του Βουζουναρά ήταν ένα μανάβικο. Από εκεί δανειζόμαστε από ένα καφάσι ξύλινο, με επιστροφή φυσικά. Το καφάσι χρησίμευε στο να το βάζουμε πλάκα επάνω στα καλάμια , για να ακουμπάμε τα πράγματα μας, να γλιτώσουμε το βάρος. Πότε- πότε το στήναμε όρθιο και καθόμαστε για λίγο , για ξεκούραση. Οι ώρες ήταν πολλές μέσα στο βάλτο. Ήμαστε σχεδόν μέχρι το γόνατο στο νερό από τις τέσσερις περίπου το πρωί μέχρι τις τρεις το μεσημέρι που θα ερχόταν ο βαρκάρης να μας μαζέψει. Εκείνη την ημέρα είχα πάρει φυσίγγια που τα είχα γεμίσει εγώ. Είχα αγοράσει μηχανή που κλείνει αστεράκι τον κάλυκα, αλλά δεν είχα στροφείο για ρέλιασμα. Στον πίνακα στην Καισαριανή που έκανα δοκιμές ήταν μια χαρά σε συγκέντρωση. Όμως στο πρωινό ξεροβόρι του βάλτου ήταν πατάτα. Εκείνη την ημέρα από την ώρα που χάραξε, τα παπιά περνούσαν πάνω από το κεφάλι μου. Μόνο που τα τρόμαζα. Ούτε μάδημα δεν τους έκανα. Ζήτησα από τον κυρ-Βασίλη να μου δώσει μερικά από τα δικά του. Μου έδωσε πέντε ροτβάιλ γερμανικά εισαγωγής. Πράγματι με πέντε τουφεκιές πήρα πέντε πουλιά, ψηλά από το θεό που λέμε. Του ζήτησα να μου δώσει κανένα ακόμα, αλλά μου λεει , - δεν έχω άλλα. Ήξερα ότι είχε μαζί του τουλάχιστον 150 φυσίγγια. Ας είναι, δεν βαριέσαι. Το κακό είναι ότι μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε κάνει τίποτα και είχε διαολιστεί. Καθόμουν και κοιτούσα τα πουλιά να περνάνε από πάνω μου και τους κουνούσα το καπέλο. Κατά το μεσημέρι που ζέστανε ή μέρα άρχισα να ρίχνω με τα δικά μου, αλλά με κόλπο. Καθόμουν χαμηλά στα καλάμια και μόνο τα μάτια έβγαιναν από πάνω. Άμα έβλεπα να έρχεται κατά πάνω μου, το άφηνα να ζυγώσει, πεταγόμουν απότομα όρθιος, αυτό άλλαζε πορεία προς τα επάνω και του έριχνα απο κάτω. Έτσι πήρα άλλα δυο. Στάθηκα και τυχερός γιατί εκείνη την ημέρα δεν έχασα κανένα. Το μεσημέρι ήλθε ο βαρκάρης με δανική βάρκα που είχε μηχανή και μας μάζεψε. Ευτυχώς, γιατί γλίτωσα την ξάπλα. Μετά από δυο μέρες πήγα σε ένα φίλο μου , τον Αγησίλαο, που είχε μηχανουργείο και μου έφτιαξε ένα στροφείο. Έτσι έλυσα το πρόβλημα τις πίεσης, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν το γνώριζα.

το σκοινάκι. Άμα χάραξε και μετά, παρουσιάστηκε καθυστερημένη και βιαστική μια παρέα από τέσσερα άτομα, Είδαν εμάς και ανοίχτηκαν πιο πέρα. Ένας από αυτούς θεώρησε καλό να κάτσει μπροστά σε έναν δικό μας. Αυτός τον παρακάλεσε να πάει πιο πέρα. Έφυγε από εκεί και πήγε και έκατσε μπροστά από τον κυρ-Βασίλη. Αυτός του έβαλε τις φωνές. –Φύγε. -Δεν φεύγω. Κουβέντα στην κουβέντα, στήσανε καυγά. Με τα πολλά έφυγε. Δεν είχε πάει μακριά όταν άρχισε να ξεφωνίζει . – ρε παιδιά, ρε συνάδελφοι, βοήθεια πνίγομαι. Έπεσα σε μάτι. Ο κυρ-Βασίλης τότε άρχισε να ψέλνει. –Εν Ιορδάνη βαπτιζομένος Σου Κύριεεεεεεεεε. Λυθήκαμε στα γέλια.. Προς στιγμή δεν είχαμε καταλάβει το σοβαρό τις υπόθεσης. Όταν όμως αυτός συνέχισε να καλεί σε βοήθεια, παρατήσαμε το πόστο, τρέξαμε, του ρίξαμε τα δυο σκοινάκια και τον βγάλαμε. Είχε χωθεί μέχρι το λαιμό στο νερό. Αν ήταν πιο κοντός, θα πνιγόταν. Ήλθαν και από την παρέα του και τον μάζεψαν. Έτρεμε σαν ψάρι. Για καλή του τύχη περνούσε ανοιχτά ένας ψαράς. Με φωνές και τουφεκιές, ήλθε κοντά, τον πήρε και τον έβγαλε έξω.
…………………………………..
Πρέπει να ήταν το 69 το Γενάρη ή Φλεβάρη πάλι στη στρογγυλή. Έξω από το χωριό υπήρχε ένα μεγάλο και φαρδύ ανάχωμα που έμπαινε μέσα στο βάλτο. Μαζί ήταν και ο Αντρονικίδης που δεν μπήκε στο βάλτο και έμεινε έξω να κόβει βόλτες επάνω στο ανάχωμα. Θα πρέπει να ζύγωνε τα 75. Έτσι τον υπολόγιζαν τότε και εάν θυμάμαι καλά ήταν και η τελευταία φορά που ήλθε μαζί. Βγήκαμε πιο νωρίς έξω, γιατί η ημέρα ήταν για ηλιοθεραπεία. Με έστειλαν να τον φωνάξω. Τον βρήκα στην ακρολιμνιά να κάνει καρτέρι σε ένα κολοβούτι.. Φυσικά ήταν άδειος και αυτός. Κάποια στιγμή του ήλθε βολικά και το τουφέκισε. Ναι αλλά πως θα το πιάσει; λίγο πιο πέρα ήταν παρατημένο ένα πριάρι . Ήταν δεν ήταν δυο μέτρα. Το έριξε στο νερό, βρήκε και ένα κλαδί πεταμένο για κοντάρι και μπήκε μέσα. Δεν είδε ότι το πριάρι είναι σκισμένο πέρα για πέρα. Έσπρωξε με το κλαδί προς τα μέσα και προσπαθώντας να κρατήσει ισορροπία άρχισε να χορεύει το χορό της κοιλιάς. Το πριάρι πλημμύρισε νερό και άρχισε να βουλιάζει.. Αυτός τα έχασε και αντί να σπρώξει με το κλαδί να βγει προς τα έξω, έσπρωχνε προς τα μέσα. Εγώ τον παρακολουθούσα από πάνω και παρόλο που του έλεγα να μη μπει, αυτός δεν με άκουσε. Τρέχοντας κατέβηκα στο νερό, του έριξα το σκοινάκι, που για καλή του τύχη, δεν είχα βγάλει το γιλέκο και το είχα μαζί.. Το νερό ήταν στο στήθος του. Άρπαξε το σκοινί έπεσε στο νερό και τον τράβηξα. Ο σκύλος βγήκε έξω, ξεβρακώθηκε έστυψε τα ρούχα καλά και τα ξαναφόρεσε. Έτσι μούσκεμα πήγε ως το πούλμαν. Εκεί έβγαλε τα βρεγμένα και φόρεσε ένα μακρύ σώβρακο και μια φανέλα που είχε φέρει και με αυτά τα ρούχα γύρισε στην Αθήνα. Ό οδηγός τον πήγε μέχρι έξω από το σπίτι του. Δεν τον έπιασε ούτε συνάχι. (δειτε φωτο. ΕΔΩ)

τα παπιά στον κύκλο που κρατάει ο οδηγός είναι τα δικά μου. Εγώ σαν μικρότερος έβγαλα τη φωτογραφία και δεν είμαι μέσα. (δειτε φωτο ΕΔΩ)


ΤΕΛΟΣ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο κυριος Βασίλης πραγματικα μας γυρισε σε μια εποχη που δυστυχως για ολους εμας εχει περασει ανεπιστρεπτη,μακαρι να μπορουσαμε να ξαναζησουμε τέτοιες εποχες,για αλλη μια φορα μπραβο για τον χρονο που διεθεσε και μας ταξιδε.
Γιωργος απο Μαγνησια

cazador είπε...

Σ'ευχαριστούμε Γιώργο για τον κόπο σου να σχολιάσεις τις αναμνήσεις του Βασίλη,να είσαι καλά και να μας διαβάζεις έτσι;;; χα χα χα