Μην κάθεστε μπροστά απο ταύρο,πίσω απο μουλάρι δίπλα σε βλάκες...Είναι επικίνδυνο.!!!

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

Αναμνήσεις... του κ.Βασίλη από την Άνδρο (Μέρος Τρίτο) !!!


Αναμνήσεις... συνέχεια...

Την Κυριακή το πρωί η μάνα κάνοντας φασίνα στο σπίτι ( τις άλλες μέρες δούλευε ) βρήκε το όπλο κάτω από το κρεβάτι. Ευτυχώς ο πατέρας ήταν στο καφενείο. Χωρίς να το ανοίξει βάζει τις φωνές.
- τι είναι αυτό ; πήρες όπλο ; πόσο το πήρες ; θα σε σκοτώσει ό πατέρας σου. Να το πας πίσω.
- Σιγά ρε μάνα, τι κάνεις έτσι. Πως θα πάω το Σάββατο με τους κυνηγούς. Αυτό το όπλο που έχω δεν κάνει για πέρδικες.
- Ναι εσένα περιμένουν οι πέρδικες να τις σκοτώσεις.
Με τα πολλά. Το όπλο μπήκε πάλι κάτω από το κρεβάτι και η μάνα κάθε μέρα να με τρωει να το δείξω. Την Πέμπτη το βράδυ δεν έπαιρνε άλλο. Με το που μπήκε ο πατέρας εγώ με πλατύ χαμόγελο τον καλωσόρισα. -κάτσε σου έχω μια έκπληξη. Περιμένοντας το κακό, έκατσε σε μια πολυθρόνα. Πάω βγάζω το όπλο και του το ακουμπώ στα γόνατα. Ούτε που κουνήθηκε. Το αίμα του έφυγε και πήγε στα πόδια. Άσπρισε. Μετά ανέβηκε στο κεφάλι. Έγινε κατά κόκκινος. Χέστηκα . Θα τον πεθάνω σκέφτηκα. Με κοίταξε και είπε : - τελικά εσύ δεν ακούς κανένα.
Αυτό ήταν. Τον αγκάλιασα και τον φίλησα. Άνοιξα το κουτί, μοντάρισα το όπλο και του το έδωσα. Ούτε που το έπιασε. Λες και ήταν αναμμένα κάρβουνα. Δεν μου ξαναμίλησε μέχρι την Κυριακή που γύρισα. Εγώ από την Πέμπτη και μετά δεν έκλεισα μάτι τη νύχτα.

Ο πρώτος μου σκύλος
Το καλοκαίρι του 64 δουλεύαμε σε ένα μεγαλο-περιβολάρη στο Ρέντη. Του φτιάχναμε ένα πηγάδι και κάτι άλλες ηλεκτρικές εγκαταστάσεις. Δίπλα από ένα στάβλο είχε δεμένο ένα ζευγάρι πόιντερ. Εγώ τρεις την ώρα, που με έχανες που με έβρισκες κοντά στα σκυλιά. Κατάλαβε ότι είμαι ψώνιο και με ρώτησε αν μου αρέσουν. Μου είπε ότι τα είχε φέρει από την Αγγλία και ότι του είχαν στοιχίσει ένα ποσό, που σήμερα πια δεν θυμάμαι αλλά για εκείνη την εποχή, πολύ μεγάλο.
Από την άλλη μεριά του στάβλου ήταν το πηγάδι. Καμιά 25αρια μέτρα βάθος. Περίπου 5 μέτρα πάνω από το νερό ήταν η αντλία νερού, επάνω σε μια πλατφόρμα σιδερένια. Είχε καεί και κανένας δεν κατέβαινε από την σκάλα, που ήταν σάπια και ετοιμόρροπη. Δέθηκα εγώ με ένα χοντρό σκοινί από την μέση και σαν κομάντο κατέβηκα στο πηγάδι. Η αντλία αλλάχτηκε και η χαρά που περιβολάρη μεγάλη. Με φωνάζει και με ρωτάει αν μου αρέσει το κυνήγι και εάν έχω σκύλο. Του είπα ότι έχω κάνει χαρτιά για να βγάλω άδεια, αλλά δεν έχω ακόμα όπλο καλό, ούτε και σκύλο.. Μου λεει επειδή μου έφτιαξες την αντλία θα σου χαρίσω ένα σκυλί από γέννα των δικών μου. Κοκάλωσα. Με δουλεύει.
Πάει στο απέναντι στάβλο και μου φέρνει δεμένο ένα ίδιο με αυτά που χάιδευα.
- πάρε το, είναι ενός χρόνου, το έχω εκπαιδεύσει μόνο στο ορτύκι. Να το προσέχεις. Εγώ όμως δεν είχα προσέξει ότι το σκυλί έτρεμε στο πίσω πόδι, όταν στεκόταν ακίνητο. Όταν λέμε ότι έτρεμε, εννοούμε, σαν να είχε καταπιεί σούστες. Απογοητεύτηκα. Έκανα να το αφήσω, αλλά επέμενε ότι ήταν γερό και δεν θα απογοητευόμουν. Με κρύα καρδιά τον πήρα με την αλυσίδα και από το Ρέντη στην Καλλιθέα το κόψαμε με τα πόδια.. Στο σπίτι έγινε τις τρελής. Φωνές η μάνα μου, είχε και δίκιο γιατί είχαμε μια αυλή 3χ3 , αλλά ο πατέρας δεν είπε κουβέντα.. Αναθάρρησα. Ανέλαβα τη φροντίδα του, βόλτες, καθαριότητα, τάισμα. Τον βάπτισα και με το πρωτότυπο όνομα ‘ τζάκ .‘ Αλλά με έτρωγε και η αγωνία μην είναι τελείως κοπρίτης και μου τον έδωσε για να τον ξεφορτωθεί. Περιθώριο δοκιμής δεν είχα και έμεινα με την αναμονή της πρώτης επίσημης εξόδου.
………………………………

Σάββατο βράδυ, σκύλος, όπλο, σακίδιο και εγώ, όλα καινούρια και αστραφτερά έχουμε στηθεί στην πλατεία της Καλλιθέας έξω από το καθαριστήριο του Βουζουναρά και περιμένουμε το πούλμαν. Ο κόσμος που περνούσε κοίταζε περίεργα μια το σκύλο και μια εμένα, αλλά εγώ δεν έδινα σημασία. Είχα πάει και πιο νωρίς από το φόβο μη με παρατήσουν και φύγουν, αν αργήσω. Μετά από ώρα ήλθαν και τρεις - τέσσερις άλλοι κυνηγοί να περιμένουν μαζί μου. Μόλις είδαν το σκυλί να σουστάρει έβαλαν τα γέλια και με προέτρεψαν να γυρίσω πίσω. Προπαντός ένας, ο Λευτέρης, με ένα σέτερ καφετί με κορόιδευε συνεχώς, λέγοντας μου ότι θα τον πάρω στην πλάτη. Μπήκαμε στο πούλμαν και εγώ έκατσα πίσω-πίσω αριστερά. Το πούλμαν ήταν εντεκάρι και υπήρχε μια ιεραρχία ως προς το που θα κάθεται ο κάθε ένας. Έτσι μπροστά καθόταν ο Βουζουναράς σαν αρχηγός, πίσω οι πιο μεγάλοι κατά σειρά ηλικίας και χρόνων στην παρέα πίσω-πίσω οι νέοι και οι μη τακτικοί. .εγώ ήμουν ο μικρότερος 18 χρονών, ο επόμενος33 και ο πιο μεγάλος 70. θυμάμαι ακόμα το όνομα του. Τον έλεγαν Αντρονικίδη.( Αυτός έχει ιστορία που θα την περιγράψω άλλη φορά.) Στο πορτμπαγκάζ του αυτ/του γινόταν Ο! σκυλοκαβγάς. Έντεκα σκύλοι πολεμούσαν να βολευτούν ο ένας επάνω στον άλλο. Στην παραλία στα Αντίκυρα λόγω κακοκαιρίας το καίκι δεν μπορούσε να μας πάει εκεί που θέλαμε και αποφάσισαν να πάμε σε άλλο μέρος με τα πόδια. Ένας λόγος είναι αυτός. Το μέρος με τις πέρδικες ήταν πίσω από το δεύτερο βουνό που αχνοφαινόταν στο πρώτο φως της αυγής. Ο Βουζουναρας επέμενε να μην τους ακολουθήσω. Η διαδρομή ήταν μεγάλη και το σκυλί δεν θα άντεχε. Εγώ τον διαβεβαίωσα ότι όπου κουραστεί, θα τον πάρω και θα γυρίσω πίσω. Ξεκινήσαμε και αφού έχουμε μισό - ανέβει το πρώτο βουνό, μας καθηλώνει μια ξαφνική μπόρα. Κάτω από τα δέντρα περιμέναμε κανένα μισάωρο να σταματήσει η βροχή. Εγώ στο μεταξύ έτριβα το γυαλιστερό μου σακίδιο στο χώμα γιατί ντρεπόμουν όταν είδα το χάλι που είχαν των άλλων. Αποτέλεσμα να το γεμίσω λάσπη.. Κατηφορίζοντας την πρώτη πλαγιά και αφού έχουμε αραιώσει και αμολήσει τα σκυλιά, μπροστά από τον δικό μου πετάγεται ένας λαγός. Εγώ είχα δει λαγό στο ζωολογικό κήπο, στο βουνό δεν είχα ξαναδεί. Βάζω μια φωνή : κυρ-Βασίλη λαγός. - Τι φωνάζεις βάρα τον. –δεν πρόλαβα. Ανεβαίνοντας την πλαγιά στο δεύτερο βουνό έχω μπλέξει σε ένα κλειστό σημείο και ψάχνω για διέξοδο. Μη βλέποντας αποτέλεσμα ετοιμάζομαι να γυρίσω πίσω. Ο σκύλος ξαφνικά κοκαλώνει. Ένας λαγός τεράστιος (έτσι μου φάνηκε ) πετάχτηκε και πήγαινε να φύγει προς τα εκεί απ’ όπου ερχόμουν. Μια τουφεκιά βιαστική και από κοντινή απόσταση του θέρισε το κεφάλι. Ο σκύλος τον έκανε καπάκι, τον άρπαξε και τον τίναζε. Είδα και έπαθα να του τον πάρω. Άσε που τον είχε γεμίσει σάλια. Ποιος νοιαζόταν. Καθόμουν και τον κοίταζα και δεν το πίστευα. Είχα αυτό που λένε. Την τύχη του πρωτάρη και ατζαμή. Μετά έβαλα τις φωνές. – κυρ Βασίληηηηη σκότωσα ένα λαγό..
συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια: