
Δημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1939 στην εφημερίδα «Πρωία»:
*
«-- Πες μας, κυρ Νικολή, πώς σκότωσες με μια τουφεκιά ένα λαγό, μια πέρδικα κι' ένα σκάρο!
-- Πενήντα χρόνια κυνηγάω τις πέρδικες στη Σύρα... τις ξαίρω όλες. Είμαι ο ονομαστός άρχων Νικολής ο περδικάς. Ημουνα ο κυριάρχης του νησιού στις πέρδικες. Ποτές δε μου έτυχε τέτοιο πράμα: να σκοτώσω με μια τουφεκιά ένα ζώο, ένα πουλί κι' ένα ψάρι. Κι εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ' αφού έγινε: Να τ' αφήσω να χαθεί;
-- Πολύ σωστά, φωνάζουν όλοι.
-- Το λοιπόν, που λέτε βρε παιδιά, είχα βγει μαζί με τον υπηρέτη μου το Γιάννη. Ανέβαινα μια πλαγιά. Αξαφνα ακούω έναν κότσο (αρσενικιά πέρδικα) να γελαηδά.
-- Για σημάδεψε το μέρος κι όταν γυρίσουμε τον σκοτώνω.
Στο γυρισμό ξαναλέω του μικρού:
-- Ανθρωποι είμαστε, μπορεί να μην τον πετύχω. Συ να βλέπεις προς πού θα λακήξει: κατά τις φρασκομηλιές ή κατά τα θυμάρια. Κι εγώ ξαίρω κατόπι. Δε θα μου γλυτώσει.
Η πλαγιά ήτανε απότομη κι έπεφτε ίσα στη θάλασσα. Είδα το κεφάλι της πέρδικας μέσα από τα χόρτα. Σημαδεύω. Αδειάζω το όπλο. Το πουλί κατρακύλισε.
-- Πήγαινε πάρ' το, λέγω του μικρού.
Ο μικρός έψαξε εκεί που του είπα και σηκώνει ένα... λαγό.
-- Λαγό σκότωσες, αφεντικό;
-- Οχι, του λέω! Για ψάξε πιο πέρα. Οχι δίπλα. Πιο δεξιά. Να εκεί...
Ο μικρός έψαξε και βρήκε την πέρδικα. Δεν είχα ακόμα συνέρθει κι' ακούω κάτου από τη θάλασσα ένα παιδί, που ψάρευε με το καλάμι: πέρκες, γύλους, σπάρους και κανάκια.
-- Αϊ, μπάρμπα! Τι είνε αυτό που τσαλαβουτά και σπαράζει μέσα στο νερό;
Στέλνω το μικρό να ιδή. Οταν έφθασε, άρχισε να μου φωνάζη από κάτω:
-- Ενα πράμα με κόκκινες και πράσινες βούλλες σπαράζει μέσα στο νερό. Θα 'νε καμμιά άλλη πέρδικα, που θα χτύπησες.
-- Βρε για πέσε μέσα και πιάστο να ιδούμε.
Το παιδί γδύθηκε, έπεσε στη θάλασσα κι έβγαλε ένα σκάρο (ο σκάρος είναι η μπεκάτσα της θάλασσας) τόσον δα, με συμπάθειο... Κι' εγώ που το συζητάω δεν το πιστεύω. Αλλ' αφού έγινε; Να μην το πω;
Κι' η "χορωδία" άρχισε όρθια: "Τα πουλιά που πετούν στον αέρα δεν τα πιάνει κανένας καιρός...".
Ενας άγνωστος σηκώθηκε και πήγε κι' έσφιξε το χέρι του κυρ Νικολή:
-- Σε συγχαίρω, συνάδελφε.
-- Τι! Είστε και του λόγου σας κυνηγός;
-- Οχι! Ψεύτης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου